κωλοχανείο

κωλοχανείο
το
1. χαμαιτυπείο στο οποίο προσφέρεται και πρωκτική συνουσία
2. μτφ. χώρος όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο-* + -χανείο κατά το τεμπελχανείο < τεμπελχανάς < τουρκ. tembel-hane «κατοικία τεμπέληδων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”