- κωλοχανείο
- το1. χαμαιτυπείο στο οποίο προσφέρεται και πρωκτική συνουσία2. μτφ. χώρος όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο-* + -χανείο κατά το τεμπελχανείο < τεμπελχανάς < τουρκ. tembel-hane «κατοικία τεμπέληδων»].
Dictionary of Greek. 2013.